- άλγυνσις
- ἄλγυνσις (-εως), η (Α) [ἀλγύνω]πρόκληση άλγους, λύπης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀλγύνσεις — ἄλγυνσις causing of pain fem nom/voc pl (attic epic) ἄλγυνσις causing of pain fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλγύνω — ἀλγύνω (Α) 1. ενεργ. προξενώ σωματικό ή ψυχικό πόνο, στενοχωρώ, λυπώ, θλίβω 2. παθ. αισθάνομαι σωματικό ή ψυχικό πόνο, θλίβομαι, λυπούμαι, ταλαιπωρούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλγος. ΠΑΡ. αρχ. ἀλγυνσις, ἀλγυντήρ] … Dictionary of Greek
ἀλγύνσεως — ἀλγύνσεω̆ς , ἄλγυνσις causing of pain fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)